Μέχρι την δεκαετία του ’90 και ύστερα από σκληρό “αγώνα” των πρώτων εισαγωγέων εσπρέσσο στην Ελληνική αγορά, στους οποίους όλοι οι “επόμενοι” χρωστάνε την επαγγελματική τους ύπαρξη, εκτοπίστηκε κατά μεγάλο ποσοστό από τον χώρο των καφέ μπαρ ο στιγμιαίος καφές, που βασίλευε χωρίς ανταγωνισμό-αντιπρόταση έως τότε.

Έως το 2008 περίπου, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους ιδιοκτήτες των καφέ μπαρ βρισκόταν στην κατεύθυνση, της όσο το δυνατόν καλύτερης και ποιοτικότερης επιλογής εσπρέσσο, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την τιμή του προϊόντος. Πρωταρχικός σκοπός ήταν να προσφέρουν στον καταναλωτή το καλύτερο δυνατόν. Βέβαια η τεχνογνωσία σε όλη την διαδικασία παραγωγής του ροφήματος, υστερούσε σε όλα τα επίπεδα σε σχέση με σήμερα, αλλά η καλή διάθεση και η μεγάλη προσπάθεια των ιδιοκτητών, των barista και των εταιρειών, να προσφέρουν κάτι ποιοτικό στους πελάτες τους δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

Δεν μπορούμε κατά την γνώμη μας να πούμε το ίδιο σήμερα, 25 χρόνια μετά από την δημιουργία των πρώτων espresso bars στην Αθήνα. Το επαγγελματικό επίπεδο του μέσου baristaείναι σίγουρα βελτιωμένο, αλλά οι προθέσεις ,οι επιλογές και η φιλοσοφία ιδιοκτητών και εταιρειών αμφισβητούνται έντονα.

Βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος λόγω της ταχείας και μεγάλης ανάπτυξης του χώρου της καφεστίασης και εκμεταλλευόμενοι το μεγάλο gap, μεταξύ ακριβού-ποιοτικού ωμού καφέ και φθηνού-κακής ποιότητας αντίστοιχου ωμού καφέ, εμφανίστηκαν εισαγωγικές επιχειρήσεις με espresso ήprivate labels και εγχώριοι roasters με “μακρά” εμπειρία και “τεχνογνωσία” που φθάνει τα 5-6 χρόνια (!!!) και πείθουν αδαής πελάτες για το υψηλό επίπεδο των προϊόντων και των γνώσεών τους, θεωρώντας ακόμη και τον αείμνηστο Ernesto Illy, πολύ μικρό μπροστά τους.

Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η καινούργια κατάσταση ?

Σίγουρα ο καταναλωτής έχει την δύναμη στα χέρια του, αλλά η βοήθεια από τον χώρο μας είναι απαραίτητη. Βρισκόμαστε κατά την γνώμη μας στο τέλος της δεύτερης “φάσης”, δηλαδή από την εποχή του φραπέ περάσαμε στην εποχή του φρέντο και τώρα πρέπει να γίνει το επόμενο βήμα. Αυτό δεν είναι άλλο από τον απλό ή διπλό espresso, τέλεια παρασκευασμένο σε όλα του τα στάδια. Από την γεωγραφική προέλευση, την καλλιέργεια, την συγκομιδή, την αποθήκευση, την επεξεργασία, την άλεση, την εκχύλιση.

Ο καταναλωτής πρέπει να μυηθεί στον καλό και ποιοτικό espresso και μόνος του, με το χάρισμα της γεύσης, θα βρει τις διαφορές μεταξύ των επιλογών που του προτείνονται. Κάτι που δεν μπορεί να γίνει σήμερα με τον κρύο καφέ της μόδας, “κάτω” από τον οποίο κρύβονται και επιβιώνουν όλοι αυτοί οι νέοι παντογνώστες του καφέ που λυμαίνονται την αγορά. Είναι πολύ εύκολο να λέω μεγάλα λόγια κρυμμένος ανάμεσα σε 10 παγάκια,4 κουταλιές ζάχαρη,100ml γάλα και μια φραπιέρα.

Τα espresso bars πρέπει να προτείνουν το απλό και αυτονόητο στους καταναλωτές. Την γυμνή αλήθεια που μπορεί να πει μόνο ένα απλό εσπρεσσάκι.